τρισκόταδο

τρισκόταδο
το кромешная тьма

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "τρισκόταδο" в других словарях:

  • τρισκόταδο — το πυκνό σκοτάδι, θεοσκόταδο: Δε βλέπει τη μύτη του στο τρισκόταδο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρισκόταδο — το, Ν πολύ πυκνό σκοτάδι, θεοσκόταδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρι * + σκοτάδι] …   Dictionary of Greek

  • τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»